χαλκεόπεζος

χαλκεόπεζος
χαλκεό-πεζος, ον,
A brass-footed,

ἕδρη AP9.140

(Claudian.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαλκεόπεζος — ον, Α χαλκόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + πεζος (< πέζα «πόδι»), πρβλ. κυανό πεζος, φοινικό πεζος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”